ὕβριστις

ὕβριστις
ὕβρ-ιστις, ιδος, , fem. of ὑβριστής, EM595.38.
II = ὕβρις, ib.697.56, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὕβριστις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβριστις — ίστιδος, ἡ, Α βλ. υβριστής …   Dictionary of Greek

  • υβριστής — ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, ίστιδος, Α [ὑβρίζω] νεοελλ. πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος μσν. αρχ. θρασύς, αναιδής ή βίαιος αρχ. 1. ακόλαστος, ασελγής 2. (για ζώο) ατίθασος 3. (για φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”